- παγγόνος
- οβιολ. καθένα από τα αποβλαστήματα που, σύμφωνα με τη θεωρία παγγένεσης τού Δαρβίνου, παράγονται από τα σωματικά κύτταρα τού οργανισμού και τα οποία, συσσωρευόμενα στα ωάρια και στα σπερματοζωάρια, σχηματίζουν κατά την ανάπτυξη τού νέου οργανισμού τμήματα όμοια με εκείνα από τα οποία προέρχονται, εξασφαλίζοντας έτσι τη μεταβίβαση τών κληρονομικών χαρακτήρων, αλλ. παγγονίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.